- πιτύϊνος
- -η, -ον, ΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.)2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυαρχ.φρ. «πιτύϊνος οἶνος» — ο ρητινίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. -ινος*].
Dictionary of Greek. 2013.