πιτύϊνος

πιτύϊνος
-η, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίτυ ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από πίτυ («τὸν πρῶτον ἀγῶνα ἔθεσαν περὶ στεφάνου πιτυΐνου», Πλούτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιτυΐνη ρητίνη από πίτυ
αρχ.
φρ. «πιτύϊνος οἶνος» — ο ρητινίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. -ινος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιτυίνων — πιτύινος of fem gen pl πιτύινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνη — πιτύινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνην — πιτύινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνης — πιτύινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνοις — πιτύινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνου — πιτύινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνους — πιτύινος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃ — πιτύινος of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνῃς — πιτύινος of fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιτυίνας — πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem acc pl πιτυίνᾱς , πιτύινος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”